Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεραιμία η [iperemía] Ο25 : (ιατρ.) συσσώρευση μεγάλης ποσότητας αίματος σε ένα όργανο ή σε ορισμένο σημείο του σώματος.
[λόγ. < γαλλ. hyperhémie < hyper- = υπερ- + αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]