Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερίσχυση η [iperísxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερισχύω: ~ των δυνάμεων του αντιπάλου. H ~ των απόψεων κάποιου.
[λόγ. υπερισχύ(ω) -σις > -ση]