Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερίπταμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερίπταμαι [iperíptame] Ρ : (λόγ.) για κτ. το οποίο πετά πάνω από ένα χώρο.

[λόγ. < αρχ. ὑπερίπταμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες