Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερήφανος -η -ο [iperífanos] & περήφανος -η -ο [perífanos] Ε5 : 1α. που έχει ένα αυξημένο συναίσθημα αξιοπρέπειας: ~ λαός. || που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια: H κυβέρνηση κράτησε εθνι κά υπερήφανη στάση. β. που έχει μια μεγαλοπρέπεια στην εμφάνιση και στη στάση: Tο άλογο είναι υπερήφανο ζώο. Yπερήφανο παράστημα. 2. που έχει ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κτ. που απέκτησε ή που κατάφερε να κάνει, να δημιουργήσει: Είναι περήφανη για τα παιδιά της. (έκφρ.) κάνω κπ. περήφανο, τον ικανοποιώ, τον κάνω να αισθάνεται περηφάνια. 3. που η όλη του στάση και συμπεριφορά δείχνει πως έχει μια υπερβολική αυτοεκτίμηση, που έχει ένα ματαιόδοξο συναίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους άλλους· υπερφίαλος, αλαζόνας, φαντασμένος. ANT καταδεκτικός: Είναι τόσο περήφανος και ψηλομύτης, που δεν καταδέχεται ούτε καλημέρα να μας πει. ΦΡ είναι περήφανος στ΄ αυτιά*.
υπερήφανα & περήφανα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑπερήφανος· αρχ. ὑπερήφανος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]