Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερήλικας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερήλικας ο [iperílikas] Ο5 : άνθρωπος πολύ ηλικιωμένος: Οι υπερήλικες έχουν ανάγκη προστασίας.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερῆλιξ, αιτ. -ικα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες