Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερέχω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερέχω [iperéxo] Ρ πρτ. υπερείχα : για κπ. ή για κτ. που είναι συγκριτικά ανώτερο, καλύτερο· υπερτερώ. α. (λόγ., με γεν.): Yπερέχει (έναντι) των άλλων. Yπερέχει του αντιπάλου. Tα προϊόντα μας υπερέχουν όλων των άλλων. β. (απόλυτα): Tα δικά μας παγωτά υπερέχουν κατά πολύ.

[λόγ. < αρχ. ὑπερέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες