Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερέκκριση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερέκκριση η [iperékrisi] Ο33 : (φυσιολ.) υπερβολική έκκριση μιας ουσίας.

[λόγ. υπερ- + έκκρι(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες