Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεράνω [iperáno] επίρρ. : (λόγ., με γεν.) πάνω από, συνήθ. σε εκφράσεις ~ πάσης υποψίας, για πρόσωπο που το ήθος του και η συμπεριφορά του δεν επιτρέπει να το υποψιαστεί κανείς για κάποια άδικη πράξη. ~ χρημάτων, για κπ. που δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα.
[λόγ. < αρχ. ὑπεράνω]