Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεξαιρώ [ipekseró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. υπεξαιρέθηκα, απαρέμφ. υπεξαιρεθεί : (νομ.) ιδιοποιούμαι ξένη περιουσία, της οποίας μου έχει ανατεθεί η φύλαξη.
[λόγ. < αρχ. ὑπεξαιρῶ]