Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπενωμοτάρχης ο [ipenomotárxis] Ο10 : (παλαιότ.) βαθμός υπαξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το χωροφύλακα και κατώτερος από τον ενωμοτάρχη.
[λόγ. υπ(ο)- ενωμοτάρχης]