Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπενοικιάζω [ipenikiázo] -ομαι Ρ2.1 : νοικιάζω σε κπ. άλλον κτ. που εγώ νοίκιασα. || νοικιάζω από κπ. άλλο κτ. που αυτός έχει νοικιάσει.
[λόγ. υπ(ο)- ενοικιάζω μτφρδ. γαλλ. sous-louer]