Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεισέρχομαι [ipisérxome] Ρ αόρ. υπεισήλθα, απαρέμφ. υπεισέλθει : για κτ. που παρεμβαίνει σε μια διαδικασία, προκαλώντας συνήθ. διαφοροποίηση των δεδομένων: Εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. || (έκφρ.) ~ σε λεπτομέρειες, προχωρώ, μπαίνω.
[λόγ. < αρχ. ὑπεισέρχομαι `μπαίνω μυστικά, γλιστράω μέσα΄]