Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπεγγύηση η [ipengíisi] Ο33 : (νομ.) εγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύη ση, με σκοπό τη μεγαλύτερη εξασφάλιση του δανειστή.
[λόγ. υπ(ο)- εγγύη(σις) -ση]