Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπαρξιακός -ή -ό [iparksiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην οντολογική δομή της ύπαρξης: Yπαρξιακά προβλήματα. Yπαρξιακό άγχος.
[λόγ. ύπαρξι(ς) -ακός μτφρδ. γαλλ. existentiel]