Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπαινιγμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαινιγμός ο [ipeniγmós] Ο17 : λόγος που υπαινίσσεται, που αναφέρεται σε κπ. ή σε κτ. με τρόπο έμμεσο και πλάγιο· (πρβ. νύξη): Σαφείς / χυδαίοι / λεπτοί / έξυπνοι υπαινιγμοί. Άφησε τους υπαινιγμούς και μίλησέ μου καθαρά.

[λόγ. υπαινικ- (υπαινίσσομαι) -μός με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go