Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπαινίσσομαι [ipenísome] Ρ2.2β : αναφέρομαι σε κπ. ή σε κτ. έμμεσα, αποφεύγοντας να τον κατονομάσω: Yπαινίχθηκε την ύπαρξη κρυφής συμφωνίας. Ποιον υπαινίσσεται, όταν μιλάει αόριστα για αναξιοκρατία; || αναφέρομαι σε κτ. ακροθιγώς, όχι αναλυτικά ή διεξοδικά· κάνω νύξη.
[λόγ. < αρχ. ὑπαινίσσομαι]