Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπαγορεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπαγορεύω [ipaγorévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.εκφωνώ δυνατά και αργά ένα κείμενο σε κπ. για να το γράψει: ~ την ορθογραφία. Θα σου υπαγορεύσω μια εμπορική επιστολή. Tο θέμα των εξετάσεων δεν υπαγορεύτηκε σωστά. 2. για ηθική ή άλλη επιταγή, υποδεικνύω και επιβάλλω σε κπ. έναν ορισμέ νο τρόπο ενέργειας: Θα κάνω αυτό που μου υπαγορεύει η συνείδησή μου / ό,τι μου υπαγορεύουν οι πεποιθήσεις μου. H λύση αυτή υπαγορεύτηκε από την αρχή της δικαιοσύνης / από λόγους σκοπιμότητας. H κρίσιμη κατάσταση υπαγόρευσε τη λήψη άμεσων μέτρων. || H μορφή της οικοδομής υπαγορεύτηκε από την επιθυμία να εξασφαλιστεί σε όλα τα διαμερίσμα τα θέα προς τη θάλασσα.

[λόγ.: 1: αρχ. ὑπαγορεύω· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες