Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπέρτατος -η -ο [ipértatos] Ε5 : ανώτατος, ύψιστος: Yπέρτατη εξουσία. Yπέρτατο αγαθό. Yπέρτατη θυσία. Tο Yπέρτατο Ον. Ο ~ κριτής. (έκφρ.) στον υπέρτατο βαθμό, στον ανώτατο, στον ύψιστο βαθμό.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρτατος]