Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπέροχος -η -ο [ipéroxos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που έχει στον ύψιστο βαθμό μια θετική ιδιότητα· που είναι εξαιρετικά καλός, ωραίος, εντυπωσιακός, χαριτωμένος, ευχάριστος κτλ.· έξοχος, θαυμάσιος: Yπέροχη θέα. Yπέροχη μουσική. Περάσαμε μαζί υπέροχες στιγμές. Έχει υπέροχο σώμα. Ήσουν υπέροχη μ΄ αυτό το φόρεμα. Είναι ~ άνθρωπος / ρήτορας.
υπέροχα ΕΠIΡΡ: Περάσαμε ~. [λόγ. < αρχ. ὑπέροχος]