Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπέρβαρος -η -ο [ipérvaros] Ε5 : για πρόσωπο ή για πράγμα του οποίου το βάρος υπερβαίνει κατά πολύ το επιθυμητό: Yπέρβαρο άτομο. Οι αποσκευές μου ήταν υπέρβαρες. || (ως ουσ.) το υπέρβαρο, για το επιπλέον βάρος των αποσκευών πέραν του επιτρεπτού: Πλήρωσα υπέρβαρο.
[λόγ. υπερ- + βάρ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. overweight]