Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπάκουος -η -ο [ipákuos] Ε5 : που συμμορφώνεται οικειοθελώς προς τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις διαταγές κάποιου, που από τη φύση του έχει την τάση να υπακούει· πειθαρχικός. ANT ανυπάκουος: Yπάκουο παιδί / σκυλί. Tο πλήθος υπάκουο διαλύθηκε ήσυχα.
[ελνστ. ὑπακουός με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]