Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπάγω [ipáγo] -ομαι Ρ πρτ. υπήγα, αόρ. υπήγαγα, απαρέμφ. υπαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) υπάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπήχθη, υπήχθησαν, απαρέμφ. υπαχθεί : I.εντάσσω κπ. ή κτ. σε μια ιεραρχημένη σειρά, συνήθ. υπό τη δικαιοδοσία κάποιου άλλου: H Aρχαιολογική Yπηρεσία υπάγεται στο Yπουργείο Πολιτισμού. II. (λόγ.) πηγαίνω, στη ΦΡ ύπαγε οπίσω μου Σατανά*.
[λόγ. < αρχ. ὑπάγω `φέρνω κάτω από΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπαγωγή η [ipaγojí] Ο29 : 1.ένταξη σε μια ιεραρχημένη σειρά: ~ στη δικαιοδοσία κάποιου. ~ όλων των υπηρεσιών υπό ενιαία διοίκηση. 2. κατάταξη σε ένα ευρύτερο σύνολο: H ~ των καλλυντικών στα είδη πολυτελείας. || ~ λήμματος, ένταξη δευτερεύοντος λήμματος σε πρωτεύον.
[λόγ. < αρχ. ὑπαγωγή `βαθμιαία οδήγηση΄]