Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υμνωδός ο [imnoδós] Ο17 : αυτός που συνθέτει ύμνους ή ψάλλει ύμνους.
[λόγ. < αρχ. ὑμνῳδός `που ψάλλει ύμνους΄ (μσν. σημ.: `που συνθέτει΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < αρχ. ὑμνῳδός `που ψάλλει ύμνους΄ (μσν. σημ.: `που συνθέτει΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |