Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υμνολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υμνολογώ [imnoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : αναπέμπω ύμνους. || επαινώ υπερβολικά κπ.

[λόγ. < ελνστ. ὑμνολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες