Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υμνητικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υμνητικός -ή -ό [imnitikós] Ε1 : που εξυμνεί, που εκφράζεται για κπ. ή για κτ. με μεγάλο θαυμασμό: Tου έγραψαν υμνητικές κριτικές.

[λόγ. < ελνστ. ὑμνητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες