Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοτομώ [ilotomó] -ούμαι Ρ10.9 : για τη συστηματική κοπή δέντρων με σκοπό την παραγωγή ξυλείας: Tο δάσος υλοτομήθηκε για τελευταία φορά πριν από πέντε χρόνια.
[λόγ. < αρχ. ὑλοτομῶ]