Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλοποιώ [ilopió] -ούμαι Ρ10.9 : περνώ από τη θεωρία στην πράξη, κάνω πραγματικότητα μια σκέψη, μια απόφαση, ένα σχέδιο κτλ.· πραγματοποιώ: H κυβέρνηση υλοποίησε τις εξαγγελίες της.
[λόγ. υλο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. matérialiser (πρβ. ελνστ. ὑλοποιός αἰτία `αιτία μέσα στην ύλη΄)]