Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υλικός -ή -ό [ilikós] Ε1 : 1.που αποτελείται από ύλη, που υπάρχει ως ύλη. ANT άυλος: Yλικά σώματα. Yλική υπόσταση. Ο ~ κόσμος. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στον υλικό κόσμο, σε ό,τι υπάρχει ως ύλη, σε αντιδιαστολή προς το πνευματικός ή το ηθικός: Yλικά αγαθά. Yλικά μέσα. Yλικές ζημίες. Yλικά οφέλη. Δε σου ζήτησα υλική βοήθεια, αλλά ηθική. Yλικές ανάγκες / ανέσεις / απολαύσεις. 3. (ως ουσ.) το υλικό*.
[λόγ. < αρχ. ὑλικός `που ανήκει στην ύλη΄ & σημδ. γαλλ. matériel]