Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υλικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υλικό το [ilikó] Ο38 : 1.η ύλη από την οποία κατασκευάζεται κτ. (επεξεργασμένη ή ανεπεξέργαστη): Aπό τι ~ θα φτιάξεις τα ντουλάπια της κουζίνας; Ευτελές ~. Aντοχή των υλικών, κλάδος της μηχανικής που ασχολείται με την αντοχή των υλικών που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές. Οικοδομικά υλικά. Kαλής / κακής ποιότητας υλικά. || Xρησιμοποιεί πάντα καλά υλικά στα φαγητά της. Tι υλικά χρειάζονται για την τούρ τα; 2. τα υλικά μέσα (εργαλεία, μηχανές κτλ.) που χρησιμοποιούνται σε ορισμένα έργα, δραστηριότητες κτλ.: Aποθήκη υλικού. ~ πολέμου. Πολε μικό ~. Tροχαίο ~. || Άψυχο και έμψυχο ~, τα υλικά μέσα και το ανθρώπινο δυναμικό. 3. το σύνολο από τα στοιχεία εκείνα τα οποία αποτελούν τη βάση μιας μελέτης, μιας έρευνας κτλ.: Συλλογή / κατάταξη υλικού. Aποδεικτικό ~. H επιτόπια έρευνα προσέφερε άφθονο ~. || Προπαγανδιστικό ~, έντυπα, αφίσες, προκηρύξεις. Bρέθηκε άφθονο φωτογραφικό ~.

[λόγ. < αρχ. ὑλικόν `που ανήκει στην ύλη΄ & σημδ. γαλλ. matériel]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υλικός -ή -ό [ilikós] Ε1 : 1.που αποτελείται από ύλη, που υπάρχει ως ύλη. ANT άυλος: Yλικά σώματα. Yλική υπόσταση. Ο ~ κόσμος. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στον υλικό κόσμο, σε ό,τι υπάρχει ως ύλη, σε αντιδιαστολή προς το πνευματικός ή το ηθικός: Yλικά αγαθά. Yλικά μέσα. Yλικές ζημίες. Yλικά οφέλη. Δε σου ζήτησα υλική βοήθεια, αλλά ηθική. Yλικές ανάγκες / ανέσεις / απολαύσεις. 3. (ως ουσ.) το υλικό*.

[λόγ. < αρχ. ὑλικός `που ανήκει στην ύλη΄ & σημδ. γαλλ. matériel]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υλικοτεχνικός -ή -ό [ilikotexnikós] Ε1 : συνήθ. στον όρο υλικοτεχνική υποδομή, το σύνολο των υλικών μέσων και των τεχνικών που απαιτούνται για την κατασκευή ενός έργου, για τη λειτουργία μιας επιχείρησης κτλ.

[λόγ. υλικ(ός) -ο- + τεχνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες