Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρόμετρο το [iδrómetro] Ο40 : όργανο για τη μέτρηση της κατανάλωσης του νερού: Έλεγχος των υδρομέτρων από τον ειδικό υπάλληλο της υπηρεσίας ύδρευσης.
[λόγ. < γαλλ. hydromètre < hydro- = υδρο- + -mètre = -μετρον]