Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδροχλωρικός -ή -ό [iδroxlorikós] Ε1 : (χημ.) που παράγεται από την ένωση χλωρίου και υδρογόνου: Yδροχλωρικό οξύ.
[λόγ. < παλ. γαλλ. hydrochlorique < hydro- = υδρο- + chlorique = χλωρικός]