Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδροστρόβιλος ο [iδrostróvilos] Ο20α : (τεχνολ.) μηχανή που χρησιμοποιεί την ενέργεια του νερού για την παραγωγή μηχανικού έργου· υδραυλικός στρόβιλος.
[λόγ. υδρο- + στρόβιλος μτφρδ. αγγλ. hydroturbine (hydro- = υδρο-) ή γερμ. Wasserturbine]