Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υδροπερατός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υδροπερατός -ή -ό [iδroperatós] Ε1 : που μπορεί να τον διαπεράσει το νερό, που δεν είναι στεγανός: Yδροπερατό στρώμα γης.

[λόγ. υδρο- + αρχ. περατός `που μπορεί κανείς να τον διασχίσει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες