Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρονέφρωση η [iδronéfrosi] Ο33 : (ιατρ.) διόγκωση της νεφρικής πυέλου και του νεφρού, που προέρχεται από απόφραξη των κατώτερων τμημάτων των ουροφόρων οδών με συνέπεια την κατακράτηση των ούρων.
[λόγ. < γαλλ. hydronéphrose < hydro- = υδρο- + αρχ. νεφρ(ός) -ose = -ωσις > -ωση]