Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρογραφικός -ή -ό [iδroγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην υδρογραφία: Yδρογραφική Yπηρεσία Στρατού. Yδρογραφικοί χάρτες.
[λόγ. < γαλλ. hydrographique < hydrograph(ie) = υδρογραφ(ία) -ique = -ικός]