Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδροβιολογικός -ή -ό [iδroviolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροβιολογία: ~ σταθμός. Yδροβιολογικό Iνστιτούτο.
[λόγ. < γαλλ. hydrobiologique < hydrobiolog(ie) = υδροβιολογ(ία) -ique = -ικός]