Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρατμός ο [iδratmós] Ο17 : ατμός νερού: Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας. H κουζίνα γέμισε υδρατμούς.
[λόγ. υδρ(ο)- + ατμός μτφρδ. αγγλ. water vapour]