Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδραργυρικός -ή -ό [iδrarjirikós] Ε1 : που αναφέρεται στον υδράργυρο: α. που περιέχει υδράργυρο: Yδραργυρική αλοιφή. β. που λειτουργεί με υδράργυρο: Yδραργυρική στήλη. Yδραργυρικό θερμόμετρο.
[λόγ. υδράργυρ(ος) -ικός]