Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδατοφράχτης ο [iδatofráxtis] Ο10 : μεγάλο τεχνητό φράγμα, το οποίο με ειδικό μηχανισμό επιτρέπει τη διακοπή ή την απελευθέρωση της ροής μεγάλων όγκων νερού σε λίμνες, ποταμούς κτλ.
[λόγ. υδατο- + φράκτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.]