Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδατοστεγής -ής -ές [iδatostejís] Ε10 : αδιάβροχος.
[λόγ. υδατο- + αρχ. στέγ(ω) `σκεπάζω ερμητικά΄ -ής (πρβ. ελνστ. ὑδασιστεγής, ίδ. σημ.) ή από σφαλερή γραφή του ελνστ. ὑδασιστεγής σε παλιά χγφ. μτφρδ. αγγλ. waterproof]