Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγροσκόπιο το [iγroskópio] Ο40 : (μετεωρ.) όργανο μέτρησης της υγρασίας της ατμόσφαιρας.
[λόγ. < αγγλ. hygroscope < hygro- = υγρο- + -scope = -σκόπιον]