Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγροποιώ [iγropió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω ένα στερεό ή αέριο σώμα σε υγρό: Yγροποιημένο αέριο. Οι υδρατμοί υγροποιούνται στις ψυχρές περιοχές της ατμόσφαιρας και γίνονται βροχή.
[λόγ. < ελνστ. ὑγροποιῶ `νοτίζω΄ σημδ. γαλλ. liquéfier]