Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υγραίνω [iγréno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. υγρό, το διαποτίζω με κτ. υγρό, το νοτίζω: H νυχτερινή δροσιά υγραίνει τα φύλλα. Yγράνθηκε ο τοίχος, εμφάνισε υγρασία. || Yγραίνει τα χείλη με τη γλώσσα του. Yγράνθηκαν τα μάτια του. Ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται από τη συγκίνηση, να δακρύζουν ελαφρώς.
[λόγ. < αρχ. ὑγραίνω]