Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υαλουργείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υαλουργείο το [ialurjío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής ειδών από γυαλί· (πρβ. υαλουργία2).

[λόγ. < ελνστ. ὑαλουργεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες