Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υαλοκαθαριστήρας ο [ialokaθaristíras] Ο2 : καθένας από τους δύο βραχίονες που αποτελούν τον αυτόματο μηχανισμό για τον καθαρισμό του παρμπρίζ του αυτοκινήτου: Xάλασαν οι υαλοκαθαριστήρες και δεν μπο ρώ να ταξιδέψω με τη βροχή.
[λόγ. υαλο- + καθαρισ(τήρ) -τήρας μτφρδ. γαλλ. essuie-glace]