Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υάκινθος ο [iákinθos] Ο20α : καλλωπιστικό φυτό με λεπτά επιμήκη φύλλα και ευωδιαστά λουλούδια που σχηματίζουν ίουλο· ζουμπούλι: Mου αρέσουν οι υάκινθοι και αγόρασα μερικούς βολβούς για να τους φυτέψω. || το άνθος του παραπάνω φυτού.
[λόγ. < ελνστ. ὑάκινθος]