Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τύφλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τύφλα η [tífla] Ο25α : (οικ., μειωτ.) τύφλωση, στραβωμάρα συνήθ. σε επιφωνηματικές εκφράσεις αγανάκτησης ή περιφρόνησης για κπ. που από απροσεξία παθαίνει κτ. ή αποτυχαίνει σε κτ: ~! ~ να του ΄ρθει! Tύφλες και μούντζες. ΦΡ ~ να ΄χει ο / το τάδε μπροστά στο δείνα, ο δείνα είναι πολύ καλύτερος από τον τάδε: ~ να ΄χουν τα ξένα προϊόντα μπροστά στα ελληνικά. ΠAΡ Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός ~ να ΄χει ο πεθερός, για να δηλώσουμε ότι την τελική απόφαση την παίρνουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και όχι κάποιος τρίτος. || (ως επίρρ.): ~ (στο μεθύσι / μεθυσμένος), πάρα πολύ μεθυσμένος: Aυτός είναι ~.

[τυφλ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες