Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύραννος ο [tíranos] Ο19 : 1α. στην αρχαία Ελλάδα, απόλυτος άρχοντας που έπαιρνε την εξουσία με βίαια ή με παράνομα μέσα: Ο Περίανδρος ήταν ~ της Kορίνθου. || Οι τριάκοντα τύραννοι στην αρχαία Aθήνα. β. χαρακτηρισμός ανώτατου άρχοντα, συνήθ. δικτάτορα, που ασκεί την εξουσία αυθαίρετα και βάναυσα. 2. αυτός που προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του στο οικογενειακό ή στο κοινωνικό περιβάλλον του με καταναγκαστικό τρόπο: Δεν υποφέρεται πια, είναι ένας ~ μέσα στο σπίτι.
τυραννίσκος ο YΠΟKΟΡ α. τύραννος1 ασήμαντος, τιποτένιος. β. μικρός στην ηλικία τύραννος2: Πολλές φορές τα παιδιά γίνονται τυραννίσκοι. [2: αρχ. τύραννος· 1: λόγ. < αρχ. τύραννος, αρχική σημ.: `απόλυτος άρχοντας΄· λόγ. τύρανν(ος) -ίσκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυραννόσαυρος ο [tiranósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) είδος γιγάντιου σαρκοφάγου δεινόσαυρου.
[λόγ. < νλατ. tyrannosaur(us) -ος < αρχ. τύραν νο(ς) + σαῦρος `σαύρα΄]