Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύπωμα το [típoma] Ο49 : η ενέργεια του τυπώνω. 1. εκτύπωση. α. (τυπ.) αναπαραγωγή με τη μέθοδο της τυπογραφίας: Tο ~ του βιβλίου δεν τελείωσε ακόμη. β. (φωτογρ.) διαδικασία με την οποία από το αρνητικό μιας εικόνας παίρνουμε το θετικό. 2. (τεχν.) διαδικασία με την οποία δίνουν σε ένα κομμάτι από μέταλλο ή από πλαστικό ορισμένο σχήμα, αφού το πιέσουν επάνω σε μήτρα.
[λόγ. < αρχ. τύπωμα `αποτύπωμα (σφραγίδας)΄, κατά την αλλ. της σημ. της λ. τύπος 2]