Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τύμπανο το [tímbano] Ο40 : I. κρουστό μουσικό όργανο που αποτελείται από δύο μεμβράνες τεντωμένες επάνω σε ένα κυλινδρικό μεταλλικό πλαίσιο και που παράγει καθορισμένο ήχο όταν το χτυπούν με δύο ξύλινα ραβδάκια: Στρατιωτικό ~, που δεν παράγει καθορισμένο ήχο αλλά δίνει ρυθμό· ταμπούρλο. Mεγάλο ~, ρυθμικό όργανο που το χτυπούν με σφυρί καλυμμένο με δέρμα.· γκρανκάσα, μπάσο τύμπανο. (έκφρ.) ηχούν τα τύμπανα του πολέμου, αρχίζει πόλεμος. || κάθε κρουστό μουσικό όργανο με τεντωμένη μεμβράνη που τη χτυπούν με το χέρι ή με ραβδί: ~ ορχήστρας, μεγάλο μεταλλικό ημισφαιρικό όργανο που παράγει καθορισμένο ήχο. Aφρικανικό ~, ταμ ταμ. II. καθετί που μοιάζει με τύμπανο στη λειτουργία ή στο σχήμα. 1. (ανατ.) λεπτή διαφανής μεμβράνη στον ακουστι κό πόρο του αυτιού, της οποίας οι παλμικές κινήσεις μεταδίδουν τον ήχο στο μέσο ους: Kρότος / θόρυβος που σου σπάει τα τύμπανα, που σε ξεκουφαίνει, πολύ δυνατός. 2. (αρχιτ.) α. η εσωτερική τριγωνική επιφάνεια στο αέτωμα. || (επέκτ.) διακοσμημένη, τριγωνική συνήθ. επιφάνεια επάνω από τα ανοίγματα της πρόσοψης ενός κτιρίου. β. κυκλικός ή πολυγωνικός τοίχος που στηρίζει τον τρούλο. 3. (τεχν.) εξάρτημα μηχανήματος με μορφή κυλίνδρου που περιστρέφεται: ~ τυπογραφικού πιεστηρίου. ~ τροχού αυτοκινήτου. ~ ηλεκτρικού πλυντηρίου.
[λόγ. < αρχ. τύμπανον (ΙΙ1: σημδ. γαλλ. tympan < λατ. tympanum < αρχ. τύμπανον)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυμπανοκρουσία η [timbanokrusía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : 1. ο ήχος που παράγεται από το στρατιωτικό τύμπανο: Aκούστηκαν τυμπανοκρουσίες. 2. (μτφ.) επιδεικτικός και θορυβώδης τρόπος για να παρουσιάσουν κπ. ή κτ.: Προγράμματα που εξαγγέλλονται με τυμπανοκρουσίες για να μείνουν τελικά στα χαρτιά.
[λόγ. τύμπαν(ον) -ο- + κρούσ(ις) -ία κατά το κωδωνοκρουσία]